- στρατουλίζω
- στρατούλισα, κάνω στράτα, κάνω τα πρώτα βήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στρατουλίζω — Ν [στρατούλα] (για νήπια) αρχίζω να κάνω τα πρώτα μου βήματα … Dictionary of Greek
στρατούλισμα — το, Ν [στρατουλίζω] (για νήπιο) στρατούλα … Dictionary of Greek